- προσκυρώνω
- προσκυρῶ, -όω, ΝΜΑ [κυρῶ]επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτωςνεοελλ.(νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλοναρχ.παθ. προσκυροῡμαι, -όομαιπεριβάλλομαι με κύρος.
Dictionary of Greek. 2013.